- κατιππάσατο
- κατῑππάσατο , καθιππάζομαιride downaor ind mp 3rd sg (ionic)καθιππάζομαιride downaor ind mp 3rd sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθιππάζομαι — καθιππάζομαι, ιων. τ. κατιππάζομαι (Α) 1. διατρέχω μια χώρα έφιππος («ἡ δὲ ἵππος προελθοῡσα κατιππάσατο χώρην τὴν Μεγαρίδα», Ηρόδ.) 2. μτφ. καταπατώ, προσβάλλω («παλαιοὺς νόμους καθιππάσασθε», Αισχύλ.) 3. μτφ. καταστρέφω 4. ιππεύω, καβαλικεύω 5.… … Dictionary of Greek